....Με οδηγό τον άνεμο σας στέλνω περιστέρι,όπου και νά'στε να σας βρεί και τις ευχές να φέρει......
...πάμπλουτοι να'στε στις χαρές και πάμφτωχοι στον πόνο....

Κυριακή 5 Αυγούστου 2018

Σ' αυτούς που μένουν...

 Λοιπόν, κάποτε, βγήκε η Ζωή μια βόλτα και σε μια γειτονιά γνώρισε την Ψυχή. Έκαναν καλή παρέα. Της άρεσε που η Ψυχή ήταν καλόκαρδη, αλλά και τσαμπουκαλού και μαχητική όπου χρειαζόταν, όχι σαν τα ξαδέρφια της, την Μοναξιά και τον Πόνο. Η μια  ζηλιάρα κι ανυπόφορη, κι ο άλλος ύπουλος και πονηρός.
Συναντιόντουσαν κάθε πρωί, λοιπόν και έκαναν σχέδια.
Κάποια μέρα όμως η Ζωή, σκόνταψε, έκανε ένα "αχ", το άκουσε η Μοναξιά κι έτρεξε να το πει στην Ψυχή .
 Η Ψυχή ένιωσε τη γη να φεύγει απ' τα πόδια της, σφίχτηκε η καρδιά της"Αχ Ζωή γιατί ; "
Τότε η Μοναξιά χαμογέλασε πονηρά και της είπε "μη φοβάσαι εγώ είμαι εδώ, μίλα σε μένα".
Η Ψυχή ανοιχτό βιβλίο κι η Μοναξιά σφουγγάρι. Ρουφάει τις αναμνήσεις διψασμένα, αχόρταγη κι εγωίστρια όπως είναι θέλει να μάθει τα πάντα. Κι η Ψυχή μαραζώνει, κι Μοναξιά ρουφάει και θεριεύει. Μόλις κατάλαβε όμως πως δεν πάει άλλο, αρχίζει να  σφίγγει και να στίβει το σφουγγάρι της πάνω στην Ψυχή. Μέρα νύχτα στίβει σταγόνες λύπης,στάλες θλίψης, μικρές σταλαγματιές με αναμνήσεις...
Χαιρέκακη,ν' αδειάσει θέλει χώρο να ρουφήξει κι άλλη ζωή.
Ξέρει τι κάνει αυτή , αλλού να τα φορτώσει θέλει.
Καίνε οι στάλες σαν καυτό λιωμένο μέταλλο την έρμη τη Ψυχή κι ο Πόνος παραμονεύει.
Στάλα και βήμα πιο κοντά ο Πόνος πλησιάζει.
Στίβει σταγόνα η Μοναξιά ο Πόνος αντριώνει, κάθε μικρή σταλαγματιά υφάδι και στυμόνι του Πόνου τον μανδύα μεγαλώνει.   Ύπουλος και ψεύτης κι αυτός.
" Έλα Ψυχή μου να σ'αγκαλιάσω! Δες την κάπα μου! Την έπλεξε η Μοναξιά με τις δικές σου αναμνήσεις. Έλα να σε σκεπάσω, κανείς δεν θα σε βρει !"
Καίγεται η Ψυχή, βουρκώνει κι η Μοναξιά την σπρώχνει.
Κακό μιλέτι η Μοναξιά, κακίστρω, κολοπετσωμένη ...
Πέφτει στα γόνατα η Ψυχή, ματώνει η καρδιά της, την έπιασε το παράπονο,πόσα να αντέξει ακόμα,!Ανήμπορη πια η καρδιά, αφήνει τα δάκρυα της να κυλήσουν...
Τρέξανε τα δάκρυα και κρύφτηκαν στη χούφτα της Ψυχής, τα σήκωσαν τα χέρια της και ξέπλυναν τα μάτια της. Στο τελευταίο δάκρυ, γεύθηκε την αλμύρα, θυμήθηκε τη θάλασσα,τις αμμουδιές, τα παιδικά τα γέλια. Η αύρα την αγκάλιασε, ηρέμησε η καρδιά της, άνοιξε τα μάτια της κι είδε τα δυο παιδιά της.
Έσκυψε τότε η Ψυχή και πήρε την καρδιά στα χέρια της.
"Ηρέμησε," της είπε σιγανά, "εσύ και γω μαζί ξανά θα προχωράμε , άλλοτε εσύ , άλλοτε εγώ μπροστά, δεν θα σ' αφήσω μόνη, ...πάμε να βρούμε τη Ζωή, έχουμε δρόμο και πολλά να πούμε ακόμη"..